σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]

σκουληκοπούτσης, ο [skuliko’putsis]: αυτός που έχει μικρό πέος. [σκουλήκ(ι) -ο πούτσ(ος) -ης].


Δημοσιεύτηκε

σε

από