σκουσμάρι, το [sku’zmari]

σκουσμάρι, το [sku’zmari]: θρήνος, γόος [< σκούζω ενεργ. του αρχ. σκύζομαι ‘είμαι εξαγριωμένος΄ (χωρίς τροπή [u > y > i]].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o

Όπως και: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από