ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
σκλεπούνι, το [skle’puni]
σκλεπούνι, το [skle’puni]: πλήθος από πτερωτά μυρμήγκια.
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Σκλεπούνι-το.mp3
Δημοσιεύτηκε
29 Νοεμβρίου, 2018
σε
Σ
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΟΥΔΕΤΕΡΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ