ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
σβερκώνομαι [zve’rkonome]
σβερκώνομαι [zve’rkonome]: κοιμάμαι. [
σβέρκ(ος) -ώνομαι
].
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Σβερκώθηκα.mp3
Δημοσιεύτηκε
25 Νοεμβρίου, 2018
σε
Σ
από
admin
Ετικέτες:
ΜΕΤΑΦΟΡΑ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
,
ΡΗΜΑ