ΔΠΗ
λιοτριβιάρης, ο [ʎotri’vʝaris]: ο ιδιοκτήτης ελαιώνα. [λιο- τρίβ(ω) -ιάρης].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: