ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
καματεύω [kama’tevo]
καματεύω [kama’tevo]: οργώνω. [κάματ(ος) -εύω].
Δημοσιεύτηκε
13 Αυγούστου, 2021
σε
Κ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΟΡΕΙΝΗ
,
ΠΑΡΑΓΩΓΗ
,
ΡΗΜΑ