ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
κούκλα, η [‘kukla]
κούκλα, η [‘kukla]: (μτφ.) το καλαμπόκι.
Δημοσιεύτηκε
13 Αυγούστου, 2021
σε
Κ
από
Αθηνά
Ετικέτες:
ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΛΕΞΙΛΟΓΙΟ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΜΕΤΑΦΟΡΑ
,
ΟΡΕΙΝΗ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ