πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]

πουρναροβέλι, το [purnaro’veli]: ονομασία καρπού του αντίστοιχου δέντρου. [πουρνάρ(ι) -ο- βέλι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από