αψαλιδοκούρευτος [apsaliðo’kureftos]

αψαλιδοκούρευτος, -η, -ο [apsaliðo’kureftos]: ζώο που δεν έχει κουρευτεί. [α- ψαλίδ(ι) -ο- κουρεύ(ω) -τος].


Δημοσιεύτηκε

σε

από