γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]: μάντρα από γροθάρια (μικρά κλαδιά ελιάς). [γροθάρ(ι) -ο- μάντρα].
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]
από
Ετικέτες:
γροθαρόμαντρα, η [γroθa’romandra]: μάντρα από γροθάρια (μικρά κλαδιά ελιάς). [γροθάρ(ι) -ο- μάντρα].
από
Ετικέτες: