μπαγιάτι, το [ba’ʝati]

μπαγιάτι, το [ba’ʝati]: το κρύο: ‘Ξυρίζει όξω. Έχει ένα μπαγιάτ’ (κάνει πολύ κρύο).


Δημοσιεύτηκε

σε

από