σαγάνι, το [sa’γani]

σαγάνι, το [sa’γani]: χαλκωματένιο πιάτο. [σαχ-: τουρκ. sahan (από τα αραβ.) -ι· σαγ-: ηχηροπ. του μεσοφ. [x > γ] από επίδρ. του ριν. [n] ;].


Δημοσιεύτηκε

σε

από