ομπρίζω [o’mbrizo]

ομπρίζω [o’mbrizo]: εμφανίζω σημάδια υγρασίας σε κάποια επιφάνεια: ‘Όμπρισαν τα πλακάκια στο μπάνιο’.

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από