μπατάκι, το [ba’taki]

μπατάκι, το [ba’taki]: το έλος, η λάσπη: ‘Ούλος ο δρόμος ίσα κα γιόμισε μπατάκια’. [τουρκ. batâk -ι].


Δημοσιεύτηκε

σε

από