ΔΠΗ
+ Νέο Λήμμα / Επεξεργασία
Δημοσιευμένα
Profile
Έξοδος
ρουκέλα, η [ru’kela]
ρουκέλα, η [ru’kela]: α. κουβαρίστρα. β. είδος παιχνιδιού.
http:ilialang.gr/wp-content/uploads/Ρουκέλα-η.mp3
Δημοσιεύτηκε
25 Νοεμβρίου, 2018
σε
Ρ
από
admin
Ετικέτες:
ΑΓΝΩΣΤΗ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
,
ΘΗΛΥΚΟ ΓΕΝΟΣ
,
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΟ