πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]

πιτσούνια, τα [pi’tsuɲa]: τα μικρά περιστέρια. [ιταλ. piccion(e) ‘περιστέρι (σαν φαγώσιμο)΄ ( [o > u] από κλειστή προφ. του [o] στα ιταλ. ή από επίδρ. του [n] ) ή ιταλ. διαλεκτ. (νότ. διάλ.) pic(c)iuni, αρσ. πληθ. που θεωρήθηκε ουδ. εν.].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από