ρέχτη, η [‘rexti]

ρέχτη, η [‘rexti]: το τμήμα της στέγης που εξέχει από τον τοίχο του οικήματος.

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από