ρεμπεσκές, ο [rebe’skes]

ρεμπεσκές, ο [rebe’skes]: άνθρωπος φυγόπονος και ανεπρόκοπος· αχαΐρευτος, χαραμοφάης. [ίσως θ. της σλαβ. λ. rebyonok, rebyata· ρεμπέτ(ης)].

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από