πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]: ο πρώτος εργάτης που αναλαμβάνει το σκάψιμο των κτημάτων. [πρώτ(ος) -εργάτης].
πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]
από
Ετικέτες:
πρωτεργάτης, ο [prote’rγatis]: ο πρώτος εργάτης που αναλαμβάνει το σκάψιμο των κτημάτων. [πρώτ(ος) -εργάτης].
από
Ετικέτες: