προσφάι, το [pro’sfai]: συνοδευτικό στο κυρίως φαγητό. [μσν. προσφάγι < ελνστ. προσφάγιον και αποβ. του μεσοφ. [j] (διαφ. το αρχ. προσφάγιον ‘ζώο θυσιασμένο από πριν΄)].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o