ΔΠΗ
προκάνω [pro’kano]: προλαβαίνω: ‘Δεν προκάνω κοκόνα μου’. [αρχ. προκάμνω ‘μοχθώ από πριν’ κατά το κάμνω > κάνω (δες λ.) < προ- κάνω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: