πράμα, το [‘prama]

πράμα, το [‘prama]: α. τα γυναικεία γεννητικά όργανα. β. το πλήθος των ζώων. [πρά(γ)μα].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από