ποδαρικό, το [poðari’ko]: α. το πόδι τραπεζιού ή άλλου επίπλου. β. (μτφ.) ο πρώτος που μπαίνει σε κάποιο μαγαζί, σπίτι, ή κτήμα. [ποδάρ(ι) -ικό].
ποδαρικό, το [poðari’ko]
από
Ετικέτες:
ποδαρικό, το [poðari’ko]: α. το πόδι τραπεζιού ή άλλου επίπλου. β. (μτφ.) ο πρώτος που μπαίνει σε κάποιο μαγαζί, σπίτι, ή κτήμα. [ποδάρ(ι) -ικό].
από
Ετικέτες: