σκρούμπο, το [‘skrumbo]

σκρούμπο, το [‘skrumbo]: σκόνη από καμένο μάλλινο ύφασμα το οποίο το χρησιμοποιούσαν για τα βρέφη. (βλ. Έθιμα).


Δημοσιεύτηκε

σε

από