σπαργανίδα, η [sparγa’niða]

σπαργανίδα, η [sparγa’niða]: μακριά και πλατιά λουρίδα υφάσματος, με την οποία περιτύλιγαν το βρέφος. [< αρχ. σπάργαν(ον) -ίδα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από