πηλάλα, η [pi’lala]

πηλάλα, η [pi’lala]: το τρέξιμο: ‘Έριξα μια πηλάλα!’. [πηλαλ(ώ) -α (αναδρ. σχημ.) < ίσως < αρχ. ἐπήλασα αόρ. του ἐπελαύνω ‘καλπάζω εναντίον’]].

Βλ. επίσης: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από