πετσώνω [pe’tsono]: α. χτυπάω κάποιον άσχημα. β. τρώω χορταστικά: ‘Την πέτσωσα σήμερα’ (την έκανα ταράτσα). γ. καλύπτω τρύπες σε κατασκευή. [μσν. πετσώνω < πετσ(ί) -ώνω].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/956-lekseis-pou-xanontai-p-o