πελεκούδι, το [pele’kuði]

πελεκούδι, το [pele’kuði]: κομμάτι από το πελέκημα ξύλου. [μσν. πελεκούδ(α) ‘κομμάτι πέτρας’ υποκορ.  < πελεκ(ώ) -ούδα].


Δημοσιεύτηκε

σε

από