ΔΠΗ
μουσγό, το [mu’sγo]: το βρεγμένο χώμα: ‘Μην πατάς εκεί. Είναι ακόμα μούσγο το χώμα.’
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: