ΔΠΗ
μπέσκος, -α, -ο [‘mbeskos]: α. ελεύθερος. β. τεμπέλης, ρέμπελος. [αλβ. bes(a) -κος ‘η μπέσα’].
Και: https://ilialang.gr/μπέσικος-ο/
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: