ΔΠΗ
αλούμπαρδος, -η,-ο [a’lumbarðos]: ο αντούβιανος: ‘Είναι τελείως αλούμπαρδη αυτούνη’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: