ΔΠΗ
ακριδολογάου [akriðolo’γau]: χαζολογάω: ‘Τι ακριδολογάς; Κάνε εκεί τη δουλειά σου!’.
Δημοσιεύτηκε
σε
από
Αθηνά
Ετικέτες: