ΔΠΗ
παρτσακλός, -ή, -ό [partsa’klos]: ο τρελός, αυτός που μπερδεύει τα λόγια του. [ίσως τουρκ. parçak ‘κουρελιασμένο’].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: