πατητό, το [pati’to]

πατητό, το [pati’to]: στενόμακρο φτυάρι με το οποίο ανοίγουμε τις γούβες για να φυτευτεί το δέντρο. [ελνστ. πατητός πατημένος΄ -ό].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από