πρόσφωλο το [‘prοsfolo]: φώλι, το αυγό δηλαδή που βρίσκεται στη φωλιά με σκοπό να προσελκύσει τις κότες. [προσ- φωλ(ιά) -ο].
πρόσφωλο το [‘prοsfolo]
από
Ετικέτες:
πρόσφωλο το [‘prοsfolo]: φώλι, το αυγό δηλαδή που βρίσκεται στη φωλιά με σκοπό να προσελκύσει τις κότες. [προσ- φωλ(ιά) -ο].
από
Ετικέτες: