ρουμάνι, το [ru’mani]

ρουμάνι, το [ru’mani]: ο λόγγος. [τουρκ. orman με μετάθ. του [r] και τροπή [o > u] από επίδρ. του χειλ. [m] ].

Πηγή: http://lyk-varth.ilei.sch.gr/wp-content/uploads/2015/11/project-lykvarth-2011-iliaki-dialektos.pdf


Δημοσιεύτηκε

σε

από