σερσέγκι [se’rseŋgi]

σερσέγκι [se’rseŋgi]: μεγάλη μέλισσα με δηλητηριώδες κεντρί [< ίσως, ηχομιμ.].

Και: https://ilialang.gr/σέρσεγκας-ιγκι/


Δημοσιεύτηκε

σε

από