ουλούθε [u’luθe]: (επιρρ.) παντού. [μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε].
ουλούθε [u’luθe]
από
Ετικέτες:
ουλούθε [u’luθe]: (επιρρ.) παντού. [μσν. ολούθεν < όλ(ος) -θεν (δες στο -θε) κατά το πούθεν > πούθε].
από
Ετικέτες: