ξύστρα, η [‘ksistra]: εργαλείο για την αποτρίχωση κυρίως των αλόγων. [ξυσ- (ξύνω) -τρα (πρβ. αρχ. ξύστρα ‘ξυστήρα του μπάνιου’)· ξυστήρ(ι) μεγεθ. -α].
ξύστρα, η [‘ksistra]
από
Ετικέτες:
ξύστρα, η [‘ksistra]: εργαλείο για την αποτρίχωση κυρίως των αλόγων. [ξυσ- (ξύνω) -τρα (πρβ. αρχ. ξύστρα ‘ξυστήρα του μπάνιου’)· ξυστήρ(ι) μεγεθ. -α].
από
Ετικέτες: