ΔΠΗ
ξεσβερκιάζω [ksesve’rcazo]: χτυπάω κάποιον άσχημα, ξεκινώντας από τον σβέρκο. [ξε– + σβέρκ(ος) –ιάζω].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: