νυφοστόλι, το [nifo’stoli]

νυφοστόλι, το [nifo’stoli]: το χρονικό διάστημα που γίνεται το στόλισμα της νύφης. [νύφ(η) -ο- στόλ(ισμα) -ι (πρβ. ελνστ. νυμφοστολῶ ‘συνοδεύω τη νύφη΄)].

Βλ. επίσης: http://androni.blogspot.com/2013/06/blog-post.html


Δημοσιεύτηκε

σε

από