ντριβέλι, το [dri’veli]

ντριβέλι, το (dri’veli]: α. ζιζάνιο (χωραφιών), σαράκι. β. βάσανο: ‘H σκέψη αυτή του τρυπούσε το κεφάλι σαν ντριβέλι’. [μσν. τριβέλ(λ)ιον < παλ. ιταλ. trivell(o) -ιον > -ι].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από