ντουνιάς, ο [du’ɲas]: κόσμος: ‘Στα πανηγύρια μαζεύεται κόσμος και ντουνιάς’. [τουρκ. dünya (από τα αραβ.) -ας].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
ντουνιάς, ο [du’ɲas]: κόσμος: ‘Στα πανηγύρια μαζεύεται κόσμος και ντουνιάς’. [τουρκ. dünya (από τα αραβ.) -ας].
Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o
από
Ετικέτες: