ντουγρού [du’γru]

ντουγρού [du’γru]: (επίρρ. τροπ.) ίσια, κατευθείαν: ‘Tράβηξα ντουγρού για το σπίτι’. [τουρκ. doğru και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ].


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: