ντοριάζω [do’rʝazo]: α. βρίσκω την σειρά μου, βρίσκω τον δρόμο μου. β. όταν το σκυλί ανακαλύπτει την μυρωδιά του θηράματος. [ < ντορ(ός) -ιάζω ‘τα ίχνη που αφήνει το θήραμα’ < άγνωστη ετυμολογία].
ντοριάζω [do’rʝazo]
από
Ετικέτες:
ντοριάζω [do’rʝazo]: α. βρίσκω την σειρά μου, βρίσκω τον δρόμο μου. β. όταν το σκυλί ανακαλύπτει την μυρωδιά του θηράματος. [ < ντορ(ός) -ιάζω ‘τα ίχνη που αφήνει το θήραμα’ < άγνωστη ετυμολογία].
από
Ετικέτες: