ντηριέμαι [di’rʝeme]

ντηριέμαι [di’rʝeme]: δυσκολεύομαι, επιφυλάσσομαι. [ντηρ(ούμαι) -ιέμαι].

Βλ. επίσης: https://www.antroni.gr/paradosi/glossari/955-lekseis-pou-xanontai-k-o


Δημοσιεύτηκε

σε

από

Ετικέτες: