ντεμέλα, η [de’mela]

ντεμέλα, η [de’mela]: μαξιλαροθήκη. [βεν. intemela].

Βλ. επίσης: https://ilialang.gr/προσκεφαλάδα-η-proskefalada/


Δημοσιεύτηκε

σε

από