ΔΠΗ
νταραβερίζομαι: α. συνεταιρίζομαι. β. έχω ερωτική παρέα. [ιταλ. dar(e) aver(e) -ίζομαι].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: