ΔΠΗ
ντάλα [‘dala]: (επίρρ. χρον.): στην καρδιά μιας εποχής: ‘Ντάλα μεσημέρι, καταμεσήμερο καλοκαιρινής μέρας, με πολύ δυνατό ήλιο’. [τουρκ. dal ‘σκέτο, γυμνό΄ -α].
Δημοσιεύτηκε
σε
από
admin
Ετικέτες: