νιανιά [ɲa’ɲa]

νιανιά [ɲa’ɲa]: α. φαγητό μωρού. β. τροφή που είναι σαν μάζα, χωρίς σχήμα, ανακατεμένο. [λ. νηπιακή, ηχομιμ.].


Δημοσιεύτηκε

σε

από